τερεβινθέλαιο

τερεβινθέλαιο
το, Ν
χημ. οργανικής σύστασης άχρωμο πτητικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από την απόσταξη τής τερεβινθίνης, κν. νέφτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τερέβινθος «είδος φυτού» + ἔλαιον (πρβλ. ἡλι-έλαιον). Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελαιόχρωμα — το χρώμα που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού και χρωστικής ουσίας, κν. λαδομπογιά αποτελείται από ξηραινόμενα έλαια, οργανικά και ανόργανα χρώματα αδιάλυτα στο νερό και ένα διαλύτη το πιο συνηθισμένο ξηραινόμενο έλαιο είναι το λινέλαιο και ως… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροβερνίκι — το τεχνολ. είδος βερνικιού από διάλυμα ηλέκτρου σε τερεβινθέλαιο και βερνίκι λινελαίου, που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την επίχριση διαφόρων ελασμάτων ή αντικειμένων από ξύλο ή δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • πισσόχαρτο — το, Ν τεχνολ. αδιάβροχο χαρτί το οποίο παρασκευάζεται με την επάλειψη χονδρών φύλλων χαρτιού με διάλυμα πίσσας σε τερεβινθέλαιο και χρησιμοποιείται για τη συσκευασία αντικειμένων που πρέπει να προφυλαχθούν από την υγρασία, για την επιστέγαση… …   Dictionary of Greek

  • ρετσίνα — Κοινή ονομασία της τερεβινθίνης, ρητίνης που ρέει είτε από μόνη της είτε μετά από εντομή του κορμού των δέντρων της οικογένειας των Κωνοφόρων και των Τερεβινθιδών. Το ρ. ανήκει στα βάλσαμα και αποτελείται από τερεβινθέλαιο, ρητινικά οξέα και… …   Dictionary of Greek

  • τερεβινθικός — ή, ό, Ν [τερέβινθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τερεβινθίνη ή στο τερεβινθέλαιο …   Dictionary of Greek

  • τερεβινθούχος — α, ο, Ν αυτός που περιέχει τερεβινθίνη ή τερεβινθέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερέβινθος «είδος φυτού» + ούχος* (< έχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • γουταπέρκα — Ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών του γένους δίχοψις. Η ακατέργαστη γ. είναι μείγμα ρητινών και υδρογοναθράκων του τύπου (C5H8)x (πολυϊσοπρένιο). Η καθαρή γ. παρουσιάζει σύνταξη ανάλογη με εκείνη του καουτσούκ, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • γυμνόσπερμα — (gymnosperma).Η μία από τις δύο υποδιαιρέσεις των ανθοφύτων ή σπερματοφύτων, που περιλαμβάνει όλα τα φυτά των οποίων τα ωοκύτταρα δεν περιβάλλονται από τελείως κλειστή ωοθήκη, είναι δηλαδή γυμνά. Τα σποριάγγεια ή αναπαραγωγά σώματα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • νέφτι — το νάφθα, τερεβινθέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”